παρελθοντολογώ

παρελθοντολογώ
1. μιλώ για το παρελθόν
2. αναφέρομαι συχνά και άσκοπα στα περασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρελθόν, -όντος + -λογώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρελθοντολογία — η 1. λόγος για το παρελθόν, συζήτηση για τα γεγονότα τού παρελθόντος, η αναφορά στα περασμένα 2. συχνή και άσκοπη συζήτηση για τα περασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρελθοντολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • παρελθοντολογικός — ή, ό [παρελθοντολογώ] αυτός που σχετίζεται με την παρελθοντολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”